- ρουτίνα
- routine
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
ρουτίνα — η, Ν 1. η συνήθεια να ενεργεί κάποιος μηχανικά, κατά τον ίδιο πάντοτε τρόπο 2. η έλλειψη πρωτοτυπίας, πρωτοβουλίας, διάθεσης για αλλαγή 3. φρ. α) «η καθημερινή ρουτίνα» πληκτική κατάσταση, χωρίς ενδιαφέρον β) «άνθρωπος τής ρουτίνας» άτομο που… … Dictionary of Greek
ρουτίνα — η (λ. γαλλ.), η μηχανική και ομοιόμορφη εκτέλεση κάποιας εργασίας: Είναι γιατρός της ρουτίνας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ρουτινιέρης — ο, θηλ. ρουτινιέρισσα και ρουτινιάρης, θηλ. ρουτινιάρισσα, Ν αυτός που ακολουθεί τη ρουτίνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. routinier (βλ. λ. ρουτίνα)] … Dictionary of Greek
ακολουθώ — (Α ἀκολουθῶ, έω) (Ν. και ακολουθάω και ακλουθώ, έω, άω) 1. πηγαίνω μαζί με κάποιον ή μετά από κάποιον 2. ενεργώ σύμφωνα με κάποιον ή κάτι, συγκατανεύω, συμμορφώνομαι, προσαρμόζομαι 3. έρχομαι ως συνέπεια, επακολουθώ, απορρέω 4. ακολουθώ κάποιον… … Dictionary of Greek
απήγανος — Πολυετές φυτό με αποξυλωμένη βάση και όψη μικρού θάμνου. Ανήκει στην οικογένεια των ρουτιδών που περιλαμβάνει είδη κυρίως των θερμών περιοχών, ξυλώδη και με έντονο άρωμα. Αυτοφυής σε ξηρούς πετρώδεις τόπους της μεσογειακής ζώνης, ο α. έχει φύλλα… … Dictionary of Greek
μαγγανοπήγαδο — το 1. πηγάδι από το οποίο αντλείται νερό με μάγγανο 2. σύστημα άντλησης νερού από πηγάδι με συνδεδεμένους σε κλειστή αλυσίδα πολλούς κάδους η οποία κινείται από έναν μεγάλο περιστρεφόμενο τροχό με τη χρήση τής δύναμης ανθρώπου ή ζώου 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
ρουτινιέρικος — και ρουτινιάρικος, η, ο. θηλ. και ια, Ν [ρουτινιέρης] αυτός που γίνεται σύμφωνα με τη ρουτίνα, χωρίς καμιά πρωτοτυπία («ρουτινιέρικη δουλειά») … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Βρισιμιτζάκης, Γεώργιος — (Αλεξάνδρεια 1890 – Γαλλία 1947). Ποιητής και δοκιμιογράφος. Καταγόταν από την Κρήτη, έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου και κυκλοφόρησαν τα βιβλία του, και σκοτώθηκε στη Γαλλία σε δυστύχημα. Η πρώτη αξιόλογη εμφάνισή του στα γράμματα… … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek
δραπετεύω — δραπέτευσα 1. φεύγω κρυφά: Οι αιχμάλωτοι κατάφεραν να δραπετεύσουν. 2. μτφ., ξεφεύγω: Δραπέτευσα από τη ρουτίνα κάνοντας ένα ταξίδι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)